- δίβαμος
- δίβᾱμος , δίβαμοςon two legsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίβαμος — δίβαμος, ον (Α) αυτός που βαδίζει στα δύο πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βαίνω*] … Dictionary of Greek